ευθύαυλος

ευθύαυλος
ο кларнет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευθύαυλος" в других словарях:

  • ευθύαυλος — ο πνευστό μουσικό όργανο, το κλαρινέτο, σε αντιδιαστολή με τον πλαγίαυλο, το φλάουτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + αυλός] …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»